εκχριστιανίζω

εκχριστιανίζω
εκχριστιάνισα, εκχριστιανίστηκα, εκχριστιανισμένος, μτβ., προσηλυτίζω στο χριστιανισμό, άτομα ξένων θρησκευμάτων τα κάνω χριστιανούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκχριστιανίζω — προσηλυτίζω στον χριστιανισμό άλλων θρησκευμάτων άτομα ή λαούς, προσελκύω στον χριστιανισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”